- λογείο(ν)
- το (AM λογεῑον) [λογεύς]το μπροστινό μέρος τής σκηνής τού αρχαίου θεάτρου, όπου μιλούσαν οι ηθοποιοί τής τραγωδίας και τής κωμωδίας («πολλὴν ἀπὸ τοῡ λογείου καὶ τῆς σκηνῆς ἀδοξίαν αὐτοῡ κατεσκέδασαν», Πλούτ.)μσν.διδασκαλείοαρχ.1. (γενικά) εξέδρα2. στόμα3. (κατά το λεξ. Σούδα) δικαστήριο3. φρ. «τὸ λογεῑον τῆς κρίσεως» — μαντικό επιστήθιο που φορούσαν οι Εβραίοι αρχιερείς.
Dictionary of Greek. 2013.