λογείο(ν)

λογείο(ν)
το (AM λογεῑον) [λογεύς]
το μπροστινό μέρος τής σκηνής τού αρχαίου θεάτρου, όπου μιλούσαν οι ηθοποιοί τής τραγωδίας και τής κωμωδίας («πολλὴν ἀπὸ τοῡ λογείου καὶ τῆς σκηνῆς ἀδοξίαν αὐτοῡ κατεσκέδασαν», Πλούτ.)
μσν.
διδασκαλείο
αρχ.
1. (γενικά) εξέδρα
2. στόμα
3. (κατά το λεξ. Σούδα) δικαστήριο
3. φρ. «τὸ λογεῑον τῆς κρίσεως» — μαντικό επιστήθιο που φορούσαν οι Εβραίοι αρχιερείς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • θεολογείο — το (Α θεολογεῖον) ένα από τα σκηνικά μηχανήματα τού αρχαίου ελληνικού θεάτρου το οποίο ήταν μια ιδιαίτερη σκηνή ή ένα ιδιαίτερο λογείο για τους θεούς από το οποίο παρουσιαζόταν η ουράνια κατοικία τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο λογώ με τη σημασία «ανάγω… …   Dictionary of Greek

  • σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”